- ῥάμνου
- ῥάμνοςprickly shrubsmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
РАМНУНТ — • Rhamnūs, ΄Ραμνου̃ς, демос в Аттике, на Еврине, в 60 стадиях от Марафона, с крепостью и знаменитым храмом Фемиды, вероятно разрушенным персами, близ которого впоследствии был построен храм Немезиды (потому ΄Ραμνουσία, η̉ ε̉ν… … Реальный словарь классических древностей
RHAMNUS — I. RHAMNUS oppid. fuit et portus Cretae in ora occidua, inter Phalasarnen, et Chersonesum, Ptol. II. RHAMNUS spinosa arbor, inter ἀείφυλλα Theophrasto, e qua sepes vivae fiebant, quibusdam videtur esse Alba Spina, quâ nulla hodie sepibus… … Hofmann J. Lexicon universale
ραμνίνη — η, Ν χημ. γλυκοζίτης που απαντά σε διάφορα είδη ράμνου … Dictionary of Greek
ραμνοδοκέντρια — τὰ, Μ κεντρία, αγκάθια ράμνου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥάμνος + κέντριον / κεντρίον (< κέντρον)] … Dictionary of Greek
στορέας — ο / στορεύς, έως, ΝΑ νεοελλ. 1. ναυτ. μεταλλικό εσωτερικό περίβλημα οφθαλμού ή εξωτερικό στύλου για προστασία τους από την τριβή αλυσίδας ή συρματόσχοινου 2. τεχνολ. σωληνοειδές περίβλημα, ελαστικό ή άκαμπτο, με το οποίο μπορούν να συνδεθούν… … Dictionary of Greek